- κυρτώνω
- κυρτώνω, κύρτωσα, κυρτωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κυρτώνω — (AM κυρτῶ, όω) [κυρτός] 1. κάμπτω κάτι ώσπου να σχηματίσει τόξο, λυγίζω, καμπυλώνω («κυρτῶν τε νῶτα κεἰς κέρας παρεμβλέπων», Ευρ.) 2. είμαι ή γίνομαι καμπούρης, καμπουριάζω νεοελλ. κάνω κάτι καμπύλο προς τα έξω, ανακυρτώνω μσν. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
κυρτώνω — κύρτωσα, κυρτώθηκα, κυρτωμένος 1. κάνω κάτι κυρτό, το καμπουριάζω. 2. κάνω κάτι φουσκωτό, το κάνω κυρτό προς τα έξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγριφώνω — [αγγρίφι] 1. κυρτώνω κάτι σαν άγκιστρο, καμπυλώνω 2. αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 3. αγγριφίζω* … Dictionary of Greek
αγκυλώνω — (Α ἀγκυλῶ, όω) νεοελλ. 1. κεντρίζω, τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο (αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) 2. ερεθίζω, ενοχλώ, πειράζω αρχ. κάνω κάτι αγκύλο, κυρτώνω, κάμπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος. ΠΑΡ. αγκυλωτός αρχ. ἀγκύλωσις νεοελλ. αγκυλωσιά] … Dictionary of Greek
ακύρτωτος — η, ο [κυρτώνω] 1. αυτός που δεν κυρτώθηκε ή δεν μπορεί να κυρτωθεί, να καμφθεί, ώστε να σχηματίσει καμπύλωση 2. (για πρόσωπα) ακαμπούριαστος … Dictionary of Greek
ανακουφώνω — 1. σκάβω κάτι καιτό κάνω κοίλο 2. (για πόρτες και παράθυρα) κυρτώνω, μισοκλείνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουφώνω. ΠΑΡ. ανακουφωτός] … Dictionary of Greek
ανακυρτώνω — κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος. ΠΑΡ. ανακύρτωση] … Dictionary of Greek
γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… … Dictionary of Greek
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek
γυρός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * γυρός, ά, όν (Α)… … Dictionary of Greek